- αμβλυωπία
- η(ιατρ.), η εξασθένηση της όρασης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀμβλυωπία — ἀμβλυωπίᾱ , ἀμβλυωπία dim sightedness fem nom/voc/acc dual ἀμβλυωπίᾱ , ἀμβλυωπία dim sightedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυωπίᾳ — ἀμβλυωπίαι , ἀμβλυωπία dim sightedness fem nom/voc pl ἀμβλυωπίᾱͅ , ἀμβλυωπία dim sightedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλυωπία — Ελαττωματική όραση του ενός ή και των δύο ματιών. Η χρησιμοποίηση φακών δεν την εξαλείφει. Υπάρχουν διάφορα είδη α., με κυριότερα τη συγγενή (δηλαδή, εκ γενετής) και την επίκτητη. Η δεύτερη μπορεί να προέρχεται από διάφορα αίτια, ακόμα και από… … Dictionary of Greek
ἀμβλυωπίας — ἀμβλυωπίᾱς , ἀμβλυωπία dim sightedness fem acc pl ἀμβλυωπίᾱς , ἀμβλυωπία dim sightedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυωπίαι — ἀμβλυωπία dim sightedness fem nom/voc pl ἀμβλυωπίᾱͅ , ἀμβλυωπία dim sightedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυωπίαν — ἀμβλυωπίᾱν , ἀμβλυωπία dim sightedness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυωπιᾶν — ἀμβλυωπία dim sightedness fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυωπίαις — ἀμβλυωπία dim sightedness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλυωπικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αμβλυωπία 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αμβλυωπικός, η αμβλυωπική αυτός που πάσχει από αμβλυωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμβλυωπία, πρβλ. αγγλ. amblyopic] … Dictionary of Greek
Ambliopía — (Del gr. amblyopia < amblyopos < amblys, débil + ops, vista.) ► sustantivo femenino MEDICINA Disminución de la agudeza visual. * * * ambliopía (del gr. «amblyōpía», de «amblyōpós», el que tiene la vista débil) f. Med. Disminución de la… … Enciclopedia Universal